- μασκαρεύομαι
- μασκαρεύομαι, μασκαρεύτηκα, μασκαρεμένος βλ. πίν. 18
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
μεταμφιέζω — (ΑΜ μεταμφιέζω και μεταμφιάζω) 1. αλλάζω το ένδυμα κάποιου, ντύνω κάποιον με άλλο ένδυμα («μεταμφιέσασα τὸν μὲν Κροῑσον ἠνάγκασε τὴν οἰκέτου... σκευὴν ἀναλαβεῑν», Λουκιαν.) 2. μέσ. μτφ. μεταμορφώνομαι, αλλάζω τη μορφή μου με άλλη («ἀποδυσάμενος… … Dictionary of Greek
μασκαρεύω — μασκάρεψα, μασκαρεύτηκα, μασκαρεμένος 1. μεταμφιέζω κάποιον σε μασκαρά. 2. μτφ., γελοιοποιώ, εξευτελίζω, ρεζιλεύω: Τον μασκάρεψε μπροστά σε όλους τους συγγενείς. 3. το μέσ., μασκαρεύομαι γίνομαι μασκαράς (κυριολ. και μτφ.): Στα Καρναβάλια… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)